ἡδυπότου

ἡδυπότου
ἡδύποτος
sweet to drink
masc/fem/neut gen sg
ἡδυπότης
fond of drinking
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βενεδικτίνη — Ποτό γλυκό, κίτρινου χρώματος, που παρασκευάζεται από την απόσταξη οινοπνεύματος μαζί με διάφορα χόρτα. Η ποιότητά του εξαρτάται από το είδος των χόρτων, τις συνθήκες της απόσταξης κλπ. To καλύτερο είδος προέρχεται από ορισμένα μοναστήρια της… …   Dictionary of Greek

  • βότκα — Δυνατό οινοπνευματώδες ποτό, με μείγμα αποσταγμένης αιθυλικής αλκοόλης με νερό. Παρασκευάστηκε για πρώτη φορά στη Ρωσία στα τέλη του 14ου αι., υπάρχει όμως και η άποψη ότι πρωτοκατασκευάστηκε στην Πολωνία. Παράγεται από σίκαλη, σιτάρι και κριθάρι …   Dictionary of Greek

  • σαρτρέζ — το, Ν άκλ. είδος ηδύποτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chartreuse από το όνομα τού μοναστηριού Grande Chartreuse] …   Dictionary of Greek

  • Σύνθετα ή Κομπόζιτα — Μεγάλη οικογένεια φυτών της τάξης των καμπανουλιδών (δικοτυλήδονα), η οποία περιλαμβάνει κυρίως πόες, που χαρακτηρίζονται από ταξιανθίες κεφάλια. Κάθε κεφάλι αποτελείται από πλήθος ανθίδια, ενωμένα πάνω σε μια δισκοειδή, θολωτή ή κωνική ανθοδόχη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”